Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρινο- [rino] & ρινό- [rinó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ριν- [rin], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (ανατ., ιατρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στη μύτη ως όργανο του ανθρώπινου σώματος: ~λαλία, ~λογία, ~πλαστική, ρινόρροια, ~σκόπηση, ~τομία, ρινοψία.
[λόγ. < νλατ. & γαλλ. rhino- < αρχ. ῥινο- θ. ῥιν- του ουσ. ῥίς `μύτη΄ -ο- (πρβ. ελνστ. ῥιν-εγχυσία `έγχυση στη μύτη΄) ως α' συνθ.: ρινο-λογγία < γαλλ. rhinologie]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρινόκερος ο [rinókeros] Ο20 : μεγαλόσωμο παχύδερμο θηλαστικό που ζει στις θερμές χώρες της Aσίας και της Aφρικής και έχει ένα κέρατο στη μύτη και κάποτε ένα δεύτερο και μικρότερο στο μέτωπο.
[λόγ. < ελνστ. ῥινόκερ(ως) μεταπλ. -ος για προσαρμ. στη δημοτ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρινοπλαστική η [rinoplastikí] Ο29 : (ιατρ.) χειρουργική επέμβαση στη μύτη για το διόρθωμα ανωμαλιών στην εμφάνισή της.
[λόγ. < γαλλ. επίθ. rhinoplastique < ουσ. rhinoplastie < rhino- = ρινο- + plastie = πλαστική (-ique = -ικός)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρινορραγία η [rinorajía] Ο25 : (ιατρ.) αιμορραγία της μύτης.
[λόγ. < νλατ. rhinorragia < rhino- = ρινο- + -rragia = -ρραγία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρινοφάρυγγας ο [rinofáriŋgas] Ο5 : (ανατ.) το τμήμα του φάρυγγα που βρίσκεται πίσω από τις ρινικές κοιλότητες.
[λόγ. ρινο- + φάρυγξ > φάρυγγας]