Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριμαδόρος ο [rimaδóros] Ο18 : αυτός που έχει την ικανότητα και συνθέτει (ιδ. κατ΄ επάγγελμα) αυτοσχέδιους, ομοιοκατάληκτους στίχους με επίκαιρο, σκωπτικό περιεχόμενο, τους οποίους ο ίδιος απαγγέλλει ή τραγουδά δημόσια· (πρβ. ποιητάρης).
[βεν. *rimador (< rima δες ρίμα) -ος]