Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριλάξ το [riláks] Ο (άκλ.) : (προφ.) ανάπαυση, συνήθ. ύστερα από νευρική υπερένταση, καθημερινό άγχος, φροντίδες: Kάνω ~, ριλαξάρω.
[ριλαξ(άρω) (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριλαξάρω [rilaksáro] & ρελαξάρω [relaksáro] Ρ6α : (προφ.) χαλαρώνω, ηρεμώ ύστερα από κατάσταση ψυχικής έντασης, άγχους.
[αγγλ. relax -άρω· μέσω του γαλλ. relaxer]