Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ριζώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριζώνω [rizóno] Ρ1α μππ. ριζωμένος : 1.(για φυτό) αποκτώ, βγάζω ρίζες· ριζοβολώ. 2. (μτφ.) α. (για πρόσ.) αποκτώ στενούς και σταθερούς δεσμούς με ορισμένο περιβάλλον ή τόπο: Ήρθε από ξένα μέρη και ρίζωσε στον τόπο μας. Ρίζωσε στην ξενιτιά. β. για ιδέες κτλ. που υπάρχουν σταθερά και μόνιμα: Προλήψεις βαθιά ριζωμένες στη συνείδησή μας.

[αρχ. ῥιζ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες