Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριζοσπαστισμός ο [rizospastizmós] Ο17 : η τάση, ο τρόπος πολιτικής και κοινωνικής δράσης και σκέψης, που επιδιώκει ριζικές και άμεσες αλλαγές στους κοινωνικούς θεσμούς.
[λόγ. ριζοσπαστ(ικός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. radicalisme & αγγλ. radicalism]