Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριζοσπαστικός -ή -ό [rizospastikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο ριζοσπάστη, που επιδιώκει ριζική και άμεση μεταβολή των καθιερωμένων και παγιωμένων κοινωνικών θεσμών: Ριζοσπαστικό κόμμα. Ριζοσπαστικό κοινωνικό πρόγραμμα. Ριζοσπαστικές πολιτικές. Ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις / προτάσεις. Ριζοσπαστικά μέτρα. Οι ριζοσπαστικές του απόψεις προκάλεσαν την οργή των συντηρητικών. || (ως ουσ.) ο ριζοσπαστικός, ριζοσπάστης.
[λόγ. ριζοσπάστ(ης) -ικός]