Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριζοσπαστικοποίηση η [rizospastikopíisi] Ο33 : η διαδικασία και το αποτέλεσμα του ριζοσπαστικοποιώ: H οικονομική κρίση συνέβαλε στη ~ των μικροαστικών κοινωνικών ομάδων.
[λόγ. ριζοσπαστικοποιη- (ριζοσπαστικοποιώ) -σις > -ση]