Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριζοσπάστης ο [rizospástis] Ο10 θηλ. ριζοσπάστρια [rizospástria] Ο27 : αυτός που επιδιώκει ριζικές και άμεσες μεταβολές στους υπάρχοντες και παγιωμένους κοινωνικούς θεσμούς· (πρβ. μεταρρυθμιστής, επαναστάτης): H παράταξη / το κόμμα των ριζοσπαστών. || (ως επίθ.): Ριζοσπάστες πολιτικοί.
[λόγ. ρίζ(α) -ο- + σπασ- (σπάω) -της απόδ. γαλλ. ή αγγλ. radical· λόγ. ριζοσπάσ(της) -τρια]