Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριζικός -ή -ό [rizikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στη ρίζα: Ριζικό τμήμα. Ριζικό σύστημα. 2. που γίνεται από τις ρίζες, από τη βάση· ολοκληρωτικός, πλήρης: H ριζική θεραπεία μιας αρρώστιας. Ριζική αναδιάρθρωση. Ριζικές αλλαγές / μεταβολές. Ριζική ανόρθωση της ελληνικής κοινωνίας.
ριζικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: ~ αντίθετος. H ζωή μου άλλαξε ~· δεν είμαι πια αυτός που ήμουν. Διαφωνώ ~. [λόγ.: 1: ελνστ. ῥιζικός· 2: σημδ. γαλλ. radical]