Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριζικό 1 το [rizikó] Ο38 : η μοίρα, το πεπρωμένο: Tο ΄χει το ~ μας, είναι γραμμένο, καθορισμένο από τη μοίρα. Φταίει το στραβό το ~ μας. ΠAΡ Aν έχεις τύχη* διάβαινε και ~ περπάτει.
[μσν. ριζικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ριζικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριζικό 2 το : (μαθημ.) το σημείο με το οποίο σημειώνεται η ρίζα ενός αριθμού.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ριζικός σημδ. γαλλ. radical]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριζικός -ή -ό [rizikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στη ρίζα: Ριζικό τμήμα. Ριζικό σύστημα. 2. που γίνεται από τις ρίζες, από τη βάση· ολοκληρωτικός, πλήρης: H ριζική θεραπεία μιας αρρώστιας. Ριζική αναδιάρθρωση. Ριζικές αλλαγές / μεταβολές. Ριζική ανόρθωση της ελληνικής κοινωνίας.
ριζικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: ~ αντίθετος. H ζωή μου άλλαξε ~· δεν είμαι πια αυτός που ήμουν. Διαφωνώ ~. [λόγ.: 1: ελνστ. ῥιζικός· 2: σημδ. γαλλ. radical]