Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ριγωτός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ριγωτός -ή -ό [riγotós] Ε1 : που έχει στην επιφάνειά του γραμμένες ή χαραγμένες ευθείες γραμμές· ριγέ: Ριγωτή κόλα χαρτιού. Ριγωτό ύφασμα.

[ριγώ(νω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες