Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριγανάτος -η -ο [riγanátos] Ε3 : (για φαγητό) που έχει τη ρίγανη ως βασικό του μυρωδικό: Εντόσθια / συκωτάκια ριγανάτα. || (ως ουσ.) το ριγανάτο, είδος φαγητού με κρέας που έχει ως βασικό του συστατικό τη ρίγανη.
[ρίγαν(η) -άτος]