Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ριγέ [rijé] Ε (άκλ.) : (συνήθ. για ύφασμα, ένδυμα κτλ.) που έχει ρίγες· ριγωτός: ~ ύφασμα / φούστα / γραβάτα / κουστούμι. || Kόλες / χαρτί ~. || (ως ουσ.): Φέτος είναι στη μόδα το ~.
[λόγ. < γαλλ. rayé παρετυμ. ρίγα]