Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρητό το [ritó] Ο38 : φράση σύντομη και επιγραμματική που εκφράζει με κατηγορηματικό τρόπο μια αλήθεια και υποδεικνύει ή επιτάσσει ορισμένη στάση ζωής ή συμπεριφορά· απόφθεγμα, γνωμικό: Aρχαία ρητά.
[λόγ. < ελνστ. ῥητόν `απόσπασμα της Βίβλου΄ ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ῥητός & σημδ. γαλλ. dicton]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρήτορας ο [rítoras] Ο5 : α.αυτός που μιλάει μπροστά σε ακροατήριο, προς το οποίο και απευθύνεται, συνήθ. από ένα βήμα: Φωνές αποδοκιμασίας διέκοψαν το ρήτορα. Aυτοσχέδιοι ρήτορες παρότρυναν τους διαδηλωτές να προχωρήσουν. β. αυτός που έχει μια εξαιρετική ικανότητα να μιλάει με ευφράδεια μπροστά σε ένα ακροατήριο και να το συγκινεί, ο καλός ρήτορας: Σήμερα, λίγοι από τους πολιτικούς είναι και ρήτορες. || Οι μεγάλοι ρήτορες της αρχαιότητας, ο Δημοσθένης, ο Kικέρωνας κτλ.
[λόγ. < αρχ. ῥήτωρ, αιτ. -ορα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρητορεία η [ritoría] Ο25 : 1.(λόγ.) η τέχνη και η ικανότητα του ρήτορα· ρητορική. 2. (ειρ., μειωτ.) τρόπος έκφρασης εντυπωσιακός μόνο στη μορφή, μεγαλόστομος, στομφώδης: Άσε τις ρητορείες. Kούφιες ρητορείες.
[λόγ. < αρχ. ῥητορεία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρητορεύω [ritorévo] Ρ5.1α : 1.μιλώ δημόσια ως ρήτορας· αγορεύω. 2. μιλώ με ύφος, με τρόπο ρήτορα. (συνήθ. ειρ.) μιλώ με ύφος και τρόπο μεγαλόστομο, στομφώδη.
[λόγ. < αρχ. ῥητορεύω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρητορική η [ritorikí] Ο29 : η τέχνη και η ικανότητα (κυρ. από σπουδή, άσκηση και γνώση ορισμένης τεχνικής) ενός ομιλητή να κυριαρχεί στη σκέψη και στην ψυχή των άλλων μόνο με το λόγο. || η θεωρία, το σύνολο των κανόνων και των τεχνικών που αφορούν την τέχνη της πειθούς με το λόγο: Δάσκαλος ρητορικής. || σύνολο ρητορικών λόγων.
[λόγ. < αρχ. ῥητορική]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρητορικός -ή -ό [ritorikós] Ε1 : 1α.που ανήκει ή που αναφέρεται στο ρήτορα και στην τέχνη του: Ρητορική τέχνη και ως ουσ. η ρητορική*. Ρητορικό ύφος. Ρητορική δεινότητα / ικανότητα. Ρητορικοί κανόνες. Ρητορικά σχήματα λόγου, τεχνικά σχήματα λόγου που τα δημιουργούν σκοπί μως, συνήθ. οι ρήτορες. Ρητορική ερώτηση, που διατυπώνεται για να υποδηλώσει ορισμένη απάντηση και να την παρουσιάσει ως αυτονόητη και μη αμφισβητούμενη. ~ λόγος. β. για πρόσωπο που έχει ρητορικά χαρίσματα: Ρητορικότατος ομιλητής. 2. επιδεικτικός, στομφώδης.
[λόγ. < αρχ. ῥητορικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρητορικότητα η [ritorikótita] Ο28 : ο χαρακτήρας, η ιδιότητα του ρητορικού, του στομφώδους και επιδεικτικού λόγου: Aφόρητη ~.
[λόγ. ρητορικ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρητορισμός ο [ritorizmós] Ο17 : α.ο χαρακτήρας, η ιδιότητα του ρητορικού, επιδεικτικού και με πλήθος εξωτερικούς καλλωπισμούς ύφους. β. φράση, διατύπωση με ρητορικό χαρακτήρα.
[λόγ. ρητορ- (δες ρήτορας) -ισμός απόδ. γαλλ. style déclamatoire]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρητός -ή -ό [ritós] Ε1 : ANT άρρητος. 1. (για λόγο) που είναι διατυπωμένος με έναν τρόπο ευθύ, απόλυτα σαφή και κατηγορηματικό, που δεν αφήνει περιθώρια για αμφισβητήσεις και ταλαντεύσεις: Mου έδωσε τη ρητή διαβεβαίωση ότι δεν έχει ανάμειξη στην υπόθεση. Έχει τη ρητή εντολή να μην ασχοληθεί άλλο με την υπόθεση. || (ως ουσ.) το ρητό*. 2. (μαθημ.) ρητοί αριθμοί, το σύνολο των ακέραιων και κλασματικών αριθμών.
ρητά & ρητώς ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Ο νόμος ορίζει ρητώς ότι δεν απαλλάσσονται από τις υποχρεώσεις τους. [λόγ.: 1: αρχ. ῥητός· 2: σημδ. γαλλ. rationnel· λόγ. < ελνστ. ῥητῶς]