Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρητορεία η [ritoría] Ο25 : 1.(λόγ.) η τέχνη και η ικανότητα του ρήτορα· ρητορική. 2. (ειρ., μειωτ.) τρόπος έκφρασης εντυπωσιακός μόνο στη μορφή, μεγαλόστομος, στομφώδης: Άσε τις ρητορείες. Kούφιες ρητορείες.
[λόγ. < αρχ. ῥητορεία]