Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρηματικός -ή -ό [rimatikós] Ε1 : 1.που ανήκει, που αναφέρεται στο ρήμα ή που προέρχεται από αυτό: Ρηματικό σύστημα. Ρηματικές καταλήξεις. Ρηματικοί τύποι. Ρηματικά επίθετα, που παράγονται από ρήματα. || Ρηματικές προτάσεις, που σχηματίζονται με βάση το ρήμα. ANT ονοματικές. 2. Ρηματική διακοίνωση*.
[λόγ.: 1: ελνστ. ῥηματικός· 2: σημδ. αγγλ. verbal (note)]