Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρημαδιό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρημαδιό το [rimaδjó] Ο38 : σύνολο ερειπίων ή κατεστραμμένων πραγμάτων: Όρμησε μέσα στο μαγαζί και τα ΄κανε όλα ~, τα ρήμαξε.

[ρημάδ(ι) -ιό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες