Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρημάζω [rimázo] -ομαι Ρ2.2 : 1α.μεταβάλλω κτ. σε ερείπιο· καταστρέφω ολοσχερώς: Tα χιόνια και οι βροχές είχαν ρημάξει την παλιά ξύλινη στέ γη. Ρημαγμένα σπίτια. || (μτφ.): Mας ρήμαξε η ακρίβεια. β. γίνομαι ερείπιο, καταστρέφομαι: Ρήμαξε το παλιό μας σπίτι στο χωριό. 2. (οικ.) καταταλαιπωρώ κπ., γίνομαι ιδιαίτερα ενοχλητικός: Mας ρήμαξε στη φλυαρία / στην πάρλα. ΦΡ ~ κπ. στο ξύλο*.
[μσν. ρημάζω (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἐρημάζω `μένω μόνος΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]