Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεύομαι [révome] Ρ5.2β : βγάζω αέρια του στομαχιού από το στόμα με θόρυβο: Δεν είναι ευγενικό να ρευόμαστε μετά το γεύμα.
[αρχ. ἐρεύγομαι, αόρ. ἐρεύχθην > *ερεύθην (με αποβ. του [x] ανάμεσα στα [f-θ] για απλοπ. του συμφ. συμπλ.) > ερεύτην, ερεύτηκα (ανομ. τρόπου άρθρ. [fθ > ft] ) μεταπλ. -εύομαι κατά το σχ.: κρύφτηκα - κρύβομαι]