Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρευστοποίηση η [refstopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ρευστοποιώ. 1. μετατροπή στερεάς ύλης σε ρευστή: ~ μετάλλου. 2. μετατρο πή περιουσιακού στοιχείου, εμπορεύματος κτλ. σε ρευστό χρήμα: ~ μετοχών / ακίνητης περιουσίας.
[λόγ. ρευστοποιη- (ρευστοποιώ) -σις > -ση]