Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρευματοδότης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρευματοδότης ο [revmatoδótis] Ο10 : (λόγ.) μπρίζα: ~ τοίχου.

[λόγ. ρευματ- (ρεύμα)2 -ο- + -δότης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες