Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρευματισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρευματισμός ο [revmatizmós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : πάθηση των αρθρώσεων που συνοδεύεται από δυνατούς πόνους: Πάσχω / υποφέρω από ρευματισμούς. Οξύς / χρόνιος ~.

[λόγ. < αρχ. ῥευματισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες