Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρευματικός -ή -ό [revmatikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με το ρευματισμό: ~ πόνος, ρευματαλγία. Ρευματικές παθήσεις. 2. (ως ουσ.) α. ο ρευματικός, αυτός που υποφέρει από ρευματισμούς. β. τα ρευματικά, οι ρευματισμοί.
[λόγ. < αρχ. ῥευματικός]