Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρετσινιά η [retsiná] Ο24 : δυσφημιστικός χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε κπ. και μένει για πάντα· (πρβ. στίγμα): Tου κόλλησαν τη ~ του κακοπληρωτή. M΄ αυτά που κάνεις δεν τη γλιτώνεις τη ~.
[ρετσίν(ι) -ιά (επειδή το ρετσίνι λερώνει και δεν καθαρίζεται εύκολα)]