Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρετρό το [retró] Ο (άκλ.) : η τάση για αναβίωση, επανάληψη ή μίμηση μιας παλαιότερης μορφής ή στιλ: H μόδα του ~. || (ως επίθ.) για ό,τι αναβιώνει στα πλαίσια μιας τέτοιας τάσης: Tραγούδια ~.
[λόγ. < γαλλ. rétro]