Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρετουσάρω [retusáro] -ομαι Ρ6 : α.διορθώνω με το χέρι φωτογραφία ή φιλμ για να καλύψω ατέλειές τους ή για να τα κάνω καθαρότερα. β. κάνω την τελική επεξεργασία για τη διόρθωση μικρών ατελειών στη μορφή ενός κειμένου κτλ.
[γαλλ. retouch(e) -άρω]