Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρετιρέ το [retiré] Ο (άκλ.) : ο τελευταίος όροφος πολυκατοικίας ο οποίος έχει κτισμένη επιφάνεια μικρότερη από τους άλλους και του οποίου η πρόσοψη είναι πιο μέσα από την πρόσοψη ολόκληρου του κτίσματος· εσοχή: Πρώτο / δεύτερο ~. Ενοικιάζεται διαμέρισμα σε ~ πολυκατοικίας. || (επέκτ.) διαμέρισμα που βρίσκεται στο ρετιρέ.
[λόγ. < γαλλ. se retirer `αποτραβιέμαι΄, retiré `απομακρυσμένος΄]