Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρεπό
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεπό το [repó] Ο (άκλ.) πληθ. λαϊκ. και ρεπά : α.τακτή ημέρα ανάπαυσης εργαζομένου, σε κανονικά εργάσιμη μέρα: Δικαιούμαι ένα ~ την εβδομάδα. Έχω ~ κάθε δεύτερη Tρίτη. β. διακοπή, διάλειμμα εργασίας για ανάπαυση: Δουλεύω συνεχόμενο ωράριο με μισή ώρα ~ το μεσημέρι.

[λόγ. < γαλλ. repos]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεπορτάζ το [reportáz] Ο (άκλ.) : η συλλογή ειδήσεων, πληροφοριών κτλ., γύρω από επίκαιρο θέμα ή γεγονός και η παρουσίασή τους σε μια εφημερίδα ή περιοδικό, στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο· (πρβ. ειδησεογραφία): Επίκαιρο / πολιτικό / οικονομικό / αστυνομικό / αθλητικό / καλλιτεχνικό ~. Ελεύθερο ~, που αναφέρεται σε κάθε είδους και γενικού ενδιαφέροντος έκτακτο και επίκαιρο γεγονός ή θέμα. Ραδιοφωνικό / τηλεοπτικό ~. Έκανε ένα ~ για την εγκληματικότητα. Φωτογραφικό ~.

[λόγ. < γαλλ. reportage]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεπόρτερ ο [repórter] θηλ. ρεπόρτερ [repórter] Ο (άκλ.) : δημοσιογράφος που έργο του έχει τη συλλογή και την παρουσίαση ειδήσεων: Οι ~ των εφημερίδων / του ραδιοφώνου / της τηλεόρασης. Ελεύθερος ~, που δεν ασχολείται με ορισμένου ενδιαφέροντος θέματα.

[λόγ. < αγγλ. reporter· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεπούμπλικα η [repúblika] Ο27α : είδος ανδρικού καπέλου από χοντρό ύφασμα (κετσέ) και με γύρο.

[ιταλ. repubblica `δημοκρατία΄, ίσως επειδή ζητωκραυγάζοντας «δημοκρατία» πετούσαν στον αέρα τέτοια καπέλα, σύμβολα αντιμοναρχικών επαναστάσεων, σύγκρ. τραγιάσκα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεπουμπλικανικός -ή -ό [republikanikós] Ε1 : 1.Ρεπουμπλικανικό κόμ μα, ονομασία ορισμένων κομμάτων σε χώρες του δυτικού κόσμου: Tο ρεπουμπλικανικό κόμμα στις HΠA είναι πιο συντηρητικό από το δημοκρα τικό. 2. που ανήκει ή αναφέρεται στο ρεπουμπλικανικό κόμμα ή προέρχε ται από αυτό: Ρεπουμπλικανική κυβέρνηση.

[λόγ. ρεπουμπλικάν(ος) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεπουμπλικάνος ο [republikános] Ο18 θηλ. ρεπουμπλικάνα [republi kána] Ο25α : μέλος ή οπαδός ρεπουμπλικανικού κόμματος, συχνά ως επίθ.: Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος / γερουσιαστής. || (πληθ.) το ρεπουμπλι κανικό κόμμα: Οι ρεπουμπλικάνοι βρίσκονται στην εξουσία / έχουν την πλειοψηφία στη γερουσία των HΠA.

[ιταλ. repubblicano `όχι βασιλικός΄ & λόγ. σημδ. αγγλ. republican· ρεπουμπλικάν(ος) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες