Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεπούμπλικα η [repúblika] Ο27α : είδος ανδρικού καπέλου από χοντρό ύφασμα (κετσέ) και με γύρο.
[ιταλ. repubblica `δημοκρατία΄, ίσως επειδή ζητωκραυγάζοντας «δημοκρατία» πετούσαν στον αέρα τέτοια καπέλα, σύμβολα αντιμοναρχικών επαναστάσεων, σύγκρ. τραγιάσκα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεπουμπλικανικός -ή -ό [republikanikós] Ε1 : 1.Ρεπουμπλικανικό κόμ μα, ονομασία ορισμένων κομμάτων σε χώρες του δυτικού κόσμου: Tο ρεπουμπλικανικό κόμμα στις HΠA είναι πιο συντηρητικό από το δημοκρα τικό. 2. που ανήκει ή αναφέρεται στο ρεπουμπλικανικό κόμμα ή προέρχε ται από αυτό: Ρεπουμπλικανική κυβέρνηση.
[λόγ. ρεπουμπλικάν(ος) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεπουμπλικάνος ο [republikános] Ο18 θηλ. ρεπουμπλικάνα [republi kána] Ο25α : μέλος ή οπαδός ρεπουμπλικανικού κόμματος, συχνά ως επίθ.: Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος / γερουσιαστής. || (πληθ.) το ρεπουμπλι κανικό κόμμα: Οι ρεπουμπλικάνοι βρίσκονται στην εξουσία / έχουν την πλειοψηφία στη γερουσία των HΠA.
[ιταλ. repubblicano `όχι βασιλικός΄ -ς & λόγ. σημδ. αγγλ. republican· ρεπουμπλικάν(ος) -α]