Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεοστάτης ο [reostátis] & ροοστάτης ο [roostátis] Ο10 : (ηλεκτρολ.) μετα βλητή αντίσταση που παρεμβάλλεται σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα για να μεταβάλλει την τάση του.
[λόγ. < αγγλ. rheostat < αρχ. ῥέ(ω) -ο- + -stat = -στάτης· λόγ. ρο(ή) -ο- + -στάτης μτφρδ. αγγλ. rheostat]