Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρεοστάτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεοστάτης ο [reostátis] & ροοστάτης ο [roostátis] Ο10 : (ηλεκτρολ.) μετα βλητή αντίσταση που παρεμβάλλεται σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα για να μεταβάλλει την τάση του.

[λόγ. < αγγλ. rheostat < αρχ. ῥέ(ω) -ο- + -stat = -στάτης· λόγ. ρο(ή) -ο- + -στάτης μτφρδ. αγγλ. rheostat]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες