Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεντικότα η [redikóta] & ρεντιγκότα η [rediŋgóta] Ο25α : είδος επίσημου ανδρικού σακακιού που κουμπώνει σταυρωτά και φτάνει μέχρι το γόνατο· βελάδα.
[παλ. ιταλ. redingotta & με ανομ. ηχηρ. [d-g > d-k] < αγγλ. riding-coat `σακάκι ιππασίας΄]