Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεντίκολο το [rendíkolo] Ο41 : (προφ.) ως μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου που έχει ρεζιλευτεί· ρεζίλης: Δε θέλω στην παρέα μας αυτό το ~. ΦΡ γίνομαι ~, γίνομαι ρεζίλι, γελοιοποιούμαι ή ξεφτιλίζομαι δημόσια. κάνω κπ. ~, τον κάνω ρεζίλι, τον ξεφτιλίζω.
[ιταλ. ridicolo [i > e] από επίδρ. του [r] ]