Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρεμπελιό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεμπελιό το [rebeló] Ο38 : 1.ζωή τεμπέλικη, ακατάστατη και χωρίς προκοπή: Tο ΄ριξε στο ~. 2. (παρωχ.) εξέγερση, επανάσταση: Tο ~ των ποπολάρων, εξέγερση των κατοίκων της Zακύνθου το 1628.

[ρεμπελ(εύω) -ιό ή βεν. rebelion]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες