Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεμπέτικος -η -ο [rebétikos] Ε5 : 1.για το είδος της λαϊκής αστικής μουσικής που δημιούργησαν και καλλιέργησαν οι ρεμπέτες: Ρεμπέτικη μουσική. Ρεμπέτικο τραγούδι. Ρεμπέτικη κομπανία. Ρεμπέτικο συγκρότημα. || (ως ουσ.) το ρεμπέτικο, το ρεμπέτικο τραγούδι: Στις κλασικές μονόφωνες μελωδίες του ρεμπέτικου, είναι φανερή η συμβολή στοιχείων από το δημοτικό τραγούδι, το βυζαντινό μέλος και τη μουσική της ανατολής. 2. που χαρακτηρίζει τους ρεμπέτες (τους μουσικούς ή τους ανθρώπους της πιάτσας): Ρεμπέτικη ζωή. Ρεμπέτικα ήθη.
[ρεμπέτ(ης) -ικος]