Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρεματιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεματιά η [rematxá] Ο24 : στενό, μακρύ και βαθύ άνοιγμα σε ορεινό έδαφος, με ή χωρίς βλάστηση, μέσα στο οποίο κυλούν τα νερά χειμάρρου· (πρβ. ρέμα, φαράγγι): Tο μονοπάτι οδηγούσε σε μια σκοτεινή ~.

[ρεματ- (ρέμα) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες