Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεζιλεύω [rezilévo] -ομαι Ρ5.2 : γελοιοποιώ, εξευτελίζω, ντροπιάζω κπ. μπροστά σε άλλους: Mε τα καμώματά του μας ρεζίλεψε όλους, μας έκανε ρεζίλι. Mη μαθευτεί τι πάθαμε, γιατί θα ρεζιλευτούμε, γιατί θα γίνουμε ρεζίλι.
[ρεζίλ(ι) -εύω]