Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεζερβέ [rezervé] Ε (άκλ.) : για θέση, τραπέζι σε κέντρο διασκέδασης, εστιατόριο κτλ., το οποίο το έχει κλείσει πελάτης με προσυνεννόηση: Δεν υπάρχει τραπέζι ελεύθερο· όλα είναι ~.
[λόγ. < γαλλ. réservé]