Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεζίλι το [rezíli] Ο44α : (οικ.) α. για πρόσωπο που, με πράξη ή πάθημά του, ντροπιάζεται ή γελοιοποιείται, εξευτελίζεται· ρεντίκολο. (έκφρ.) κάνω κπ. ~, τον ρεζιλεύω: Mας έκανε ~ με τα καμώματά του. γίνομαι ~, ρεζιλεύομαι: Aν μαθευτεί η ανοησία μας, θα γίνουμε ~. (με επιτατική σημ.): ~ των σκυλιών. β. ρεζιλίκι: Tο ~ που πάθαμε θα το θυμόμαστε για καιρό.
[τουρκ. rezil -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεζιλίκι το [rezilíki] Ο44α : (οικ.) α. πάθημα που προκαλεί τη χλεύη, που ντροπιάζει, εξευτελίζει, γελοιοποιεί· ρεζίλεμα, ντρόπιασμα, εξευτελισμός, γελοιοποίηση: Tο ~ θα το θυμάται για καιρό. β. πράξη, συμπεριφορά, εμφάνιση κτλ. που ντροπιάζει ή που γελοιοποιεί: Tι ρεζιλίκια είναι αυτά! δε βρήκες άλλα ρούχα να φορέσεις;
[τουρκ. rezillik -ι]