Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεζίλης ο [rezílis] Ο11 : (προφ.) αυτός που έχει γίνει ή γίνεται ρεζίλι· (πρβ. ρεντίκολο): Bρε ρεζίληδες, δε βάλατε μυαλό; πάλι τα ίδια κάνετε;
[ρεζίλ(ι) -ης]