Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεγουλάρω [reγuláro] -ομαι Ρ6 : α.δίνω σε μια εργασία έναν ομαλό και κανονικό ρυθμό, έτσι που να εξελίσσεται σταθερά, χωρίς εμπόδια και καθυστερήσεις· βάζω σε ρέγουλα: Kοίτα να ρεγουλάρεις το διάβασμά σου. β. ρυθμίζω ένα μηχανισμό για να λειτουργεί κανονικά, όπως πρέπει: ~ μια μηχανή. Kαλά ρεγουλαρισμένη μηχανή.
[ρέγουλ(α) -άρω]