Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεγιόν το [rejón] Ο (άκλ.) : είδος κλωστής από φυτική ύλη, που μοιάζει στην όψη και στην αντοχή με μετάξι, καθώς και το ύφασμα που γίνεται από τέτοια κλωστή.
[λόγ. < γαλλ. rayonne < αγγλ. rayon]