Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεβίθι το [revíθi] Ο44 : ο μικρός σφαιρικός καρπός της ρεβιθιάς: Ρεβίθια σούπα. Ρεβίθια με πιλάφι. Tα ξερά ρεβίθια χρησιμοποιούνται για τη νόθευση του καφέ.
[μσν. *ρεβίθι (πρβ. μσν. ροβίθι) < ελνστ. ἐρεβίνθιον με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] και με αποβ. του αρχικού άτ. φων.) υποκορ. του αρχ. ἐρέβινθος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεβιθιά η [reviθxá] Ο24 : φυτό που καλλιεργείται για τους θρεπτικούς και νόστιμους καρπούς του, τα ρεβίθια, που τρώγονται συνήθ. μαγειρεμένοι.
[ρεβίθ(ι) -ιά]