Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεβέρ το [revér] Ο (άκλ.) : 1.(ραπτ.) το εξωτερικό γύρισμα στο κάτω μέρος παντελονιού: Φαρδύ / στενό ~. H παλιά μόδα του ~. 2. (στο τένις) μπαλιά που αποκρούει ο αθλητής από τα αριστερά με το δεξί χέρι και από τα δεξιά με το αριστερό χέρι.
[λόγ. < γαλλ. revers]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεβεράντζα η [reverándza] Ο25α : (συνήθ. ειρ., χλευ.) ευγενικότατη υπόκλιση που εκδηλώνει υποταγή, δουλικότητα, διάθεση για κολακεία· τεμενάς. || (επέκτ.) οποιαδήποτε εκδήλωση ψεύτικης και υποκριτικής ευγένειας ή κολακείας: Άσε τις ρεβεράντζες.
[ιταλ. reverenza με επίδρ. του γαλλ. révérence και ηχηροπ. του [ts] ύστερα από [n] ]