Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρεβάνς
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεβάνς η [reváns] Ο (άκλ.) : η επανάληψη ενός αγώνα, παιχνιδιού ή παρτί δας παιχνιδιού, που γίνεται για να δοθεί στον ηττημένο η δυνατότητα να κερδίσει ή να ισοφαρίσει την ήττα του: Παίρνω τη ~, κερδίζω αυτόν που με είχε νικήσει. || (γενικότ.) ανταπόδοση ήττας.

[λόγ. < γαλλ. revanche]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεβανσισμός ο [revansizmós] Ο17 : (πολ.) πολιτική τάση ή κίνηση για εκδίκηση και τιμωρία αντιπάλου που μας είχε νικήσει: Γερμανικός ~. H αναβίωση του ρεβανσισμού στη Γερμανία. || (γενικότ.) εκδικητικότητα.

[λόγ. < γαλλ. revanchisme (-isme = -ισμός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεβανσιστής ο [revansistís] Ο7 θηλ. ρεβανσίστρια [revansístria] Ο27 : (πολ.) ο οπαδός του ρεβανσισμού. || (ως επίθ.): ~ πολιτικός.

[λόγ. < γαλλ. revanchiste (-iste = -ιστής)· λόγ. ρεβανσισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρεβανσιστικός -ή -ό [revansistikós] Ε1 : (πολ.) που ακολουθεί μια πολιτική ρεβανσισμού, που κατέχεται από τάσεις ρεβανσισμού, εκδίκησης: Ρεβανσιστική πολιτική / κυβέρνηση / οργάνωση. Ρεβανσιστικό κόμμα.

[λόγ. ρεβανσιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες