Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ρεαλιστικός -ή -ό [realistikós] Ε1 : που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στο ρεαλιστή ή στο ρεαλισμό ή που είναι σύμφωνος με αυτόν. 1α. που αναφέρεται στον καλλιτεχνικό ή στο λογοτεχνικό ρεαλισμό: Ρεαλιστικό διήγημα. Ρεαλιστική ποίηση / ζωγραφική / τέχνη. β. που αναφέρεται στο φιλοσοφικό ρεαλισμό. 2. που λαβαίνει υπόψη του την πραγματικότητα όπως είναι, χωρίς να την εξιδανικεύει ή να την εξωραΐζει. ANT εξωπραγματικός, ουτοπικός: Ρεαλιστική λύση / πρόταση / άποψη. Ρεαλιστική αντιμετώπιση της ζωής.
ρεαλιστικά ΕΠIΡΡ συνήθ. στη σημ. 2, με τρόπο ρεαλιστικό, χωρίς εξιδανικεύσεις. [λόγ. ρεαλιστ(ής) -ικός]