Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραχιαίος -α -ο [raxiéos] Ε4 : που βρίσκεται στη ράχη του σώματος (ανθρώπου ή ζώου): Tα ραχιαία πτερύγια ενός ψαριού. Ραχιαίοι σπόνδυλοι / μύες.
[λόγ. < αρχ. ῥαχιαῖος]