Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραχάτι το [raxáti] Ο44 : (προφ.) η κατάσταση εκείνου που ραχατεύει, το να ραχατεύει κάποιος· ραχατλίκι· (πρβ. χουζούρι). (έκφρ.) κάνω ~, ραχατεύω. με το ~ μου, χωρίς βιασύνη και ένταση προσπάθειας· με την ησυχία μου, με το πάσο μου.
[τουρκ. rahat (αραβ. rāhat) -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραχατιλίκι το [raxatilíki] & ραχατλίκι το [raxatlíki] Ο44α : (προφ.) το να ραχατεύει κάποιος, να κάνει ραχάτι.
[ραχάτ(ι) -ιλίκι· τουρκ. rahatlιk -ι]