Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ραφινάτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ραφινάτος -η -ο [rafinátos] Ε3 : α.(για υγρό) που είναι διαυγές και καθαρό από ουσίες, ξένες προσμείξεις που του δίνουν κάποια άλλη μη αρεστή ιδιότητα, ύστερα από κατάλληλη επεξεργασία· ραφιναρισμένος, ραφινέ, λαμπικαρισμένος. || (σπάν. για άλλη ουσία). β. (μτφ., για άνθρ. ή συμπεριφορά) εκλεπτυσμένος, εξευγενισμένος κυρίως στην εξωτερική του μορφή· ραφινέ: H πρόοδος του πολιτισμού δεν περιόρισε την ανθρώπινη κακουργία· απλώς την έκανε πιο ραφινάτη.

[ιταλ. raffinato ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες