Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραφινάρω [rafináro] -ομαι Ρ6 : α.καθαρίζω υγρό από ουσίες του ή από ξένες προσμείξεις για να γίνει διαυγές (και να αποβάλει μη αρεστή ιδιότητα)· λαμπικάρω, λαγαρίζω: ~ το λάδι. Ραφιναρισμένο λάδι, ραφινάτο, ραφινέ. || (σπανιότ., για άλλη ουσία): Ραφιναρισμένη ζάχαρη. β. (προφ., μτφ.) κάνω κτ. να φαίνεται περισσότερο λεπτό, κομψό· εκλεπτύνω, εξευγενίζω.
[ιταλ. raffinar(e) -ω]