Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρασιοναλιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρασιοναλιστικός -ή -ό [rasionalistikós] Ε1 : (φιλοσ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στο ρασιοναλισμό· ορθολογιστικός1. ANT ιρασιοναλιστικός: Ρασιοναλιστική φιλοσοφία / σκέψη / ανάλυση / μεθοδολογία. ρασιοναλιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ρασιοναλιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες